розничный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

розничный - translation to πορτογαλικά


розничный      
a retalho, retalhista ; varejista (Bras.)
comércio varejista         
розничная торговля
preço a retalho      
розничная цена

Ορισμός

розничный
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: розница, связанный с ним.
2) Свойственный рознице (1), характерный для нее.
3) Осуществляющий продажу или куплю в розницу (1).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για розничный
1. Российский розничный топливный рынок ждет новое потрясение.
2. Компания хочет продать розничный бизнес в Японии.
3. Это не первый розничный проект Александра Тимофеева.
4. - А привлекать инвестора в розничный банк собираетесь?
5. "Банк почти вдвое увеличил розничный кредитный портфель.